Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καὶ ὕστερος

См. также в других словарях:

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • υστερομηνία — και θεσσαλ. τ. ύστερομειννία και βοιωτ. τ. οὑστερομεινία, ἡ, Α η τελευταία ημέρα τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + μηνία (< μηνος < μήν, μηνός), πρβλ. μεσο μηνία] …   Dictionary of Greek

  • εξυστερινός — και ξυστερνός, ή, ό ύστερος, κατοπινός …   Dictionary of Greek

  • Codex Vaticanus — For other uses, see Codex Vaticanus (disambiguation). New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 03 …   Wikipedia

  • υστέρα — η / ὑστέρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑστέρη Α 1. μήτρα 2. συνεκδ. η κοιλιά αρχ. (για ωοτόκα ζώα, ερπετά, ψάρια ή πτηνά) ωοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὑστέρα πρέπει να αναχθεί στον ΙΕ τ. *ūd «προς τα πάνω» (βλ. λ. ύστερος, ὑ) και έχει σχηματιστεί με την κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… …   Wikipédia en Français

  • Μαντέρνο, Κάρλο — (Carlo Maderno, Καπολάγκο, Καντόνι Τικίνου 1556 Ρώμη 1629). Ιταλός αρχιτέκτονας. Ήταν ένας από τους πολυάριθμους Λομβαρδούς καλλιτέχνες οι οποίοι εργάστηκαν στη Ρώμη τον 16o και 17o αι. Έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη μεταβατική περίοδο μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • υ — (I) το, ΝΜΑ γλωσσ. βλ. ύψιλον νεοελλ. φυσ. σύμβολο τής ταχύτητας. (II) και με ψίλωση ὐ Α πρόθ. (κυπρ. τ.) επί. [ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακός τ. πρόθεσης και προρρηματικού, ισοδύναμος τού ἐπί, ο οποίος ανάγεται σε ΙΕ τ. *ūd «προς τα πάνω» και στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • πρότερος — έρα, ο / πρότερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και θηλ. πρότερη Ν 1. (για χρόνο) προηγούμενος, προγενέστερος (α. «η προτέρα του δράση» β. «ὧδε καὶ οἱ πρότεροι πόλιας καὶ τείχε ἐπόρθουν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρότερον προηγουμένως, πρωτύτερα νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • Ватиканский кодекс 1209 — У этого термина существуют и другие значения, см. Ватиканский кодекс. Библейские рукописи: Папирусы • Унциалы • Минускулы • Лекционарии Унциал 03 …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»